λίγδην

λίγδην
λίγδην (Α)
επίρρ. με απλή επαφή, ακροθιγώς («βάλε χεῑρ' ἐπὶ καρπῷ λίγδην», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λίγδην και οι τ. λίγδα, λίγδος συνδέονται μορφολογικά, μολονότι δεν έχουν άμεση σημασιολογική συνάφεια. Οι τ. εμφανίζουν τη μηδενισμένη βαθμίδα *(s)lig- τής ΙΕ ρίζας (s)leig- «σιχαμένος, γλιστρώ» και συνδέονται με κελτ. και γερμ. λέξεις τών οποίων η αρχική σημ. πρέπει να ήταν «τρίβω, γλιστρώ» (πρβλ. αρχ. ιρλδ. [fo]sligim «επαλείφω», αρχ. άνω γερμ. slīhhan «γλιστρώ», αρχ. ιρλδ. slige «χτένι», ρωσ. slizkij «ολισθηρός», λατ. lima «λίμα»). Κατά τον Ευστάθιο, οι τ. ανάγονται σε ένα ρ. λίγω, το οποίο μαρτυρείται μόνο από αυτόν και πλάστηκε πιθ. από τον ίδιο για να ερμηνεύσει τον σχηματισμό τους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λίγδην — grazing indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • слигоза — ребенок, который еще не умеет ходить, но только ползает , олонецк. (Кулик.), тот, кто часто заходит в избу и приносит на ногах грязь , там же. Можно предположить родство с нов. в. н. schleichen красться , д. в. н. slîhhan, ср. нж. нем. slîken… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • слизкий — покрытый слизью; скользкий , укр. слизький скользкий , ст. слав. сльзъкъ ὀλισθηρός (Супр.), словен. slizǝk, slizkа слизистый , чеш. slizky, slzky покрытый слизью; скользкий , slznouti осклизнуть , слвц. slizky скользкий , польск. slizki скользкий …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • επιλίγδην — ἐπιλίγδην (Α) επίρρ. επιπόλαια («βλῆτο γὰρ ὦμον δουρὶ... ἄκρον ἐπιλίγδην» χτυπήθηκε με ακόντιο επιφανειακά, επιπόλαια στην επιδερμίδα τού ώμου, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λίγδην «αγγίζοντας»] …   Dictionary of Greek

  • λίγδα — (I) η (Μ λιγδα) το λίπος, ιδίως το χοιρινό, η γλίνα νεοελλ. 1. λεκές από λίπος ή λάδι 2. μτφ. άνθρωπος τού οποίου η συναναστροφή ρυπαίνει ηθικά τους άλλους 3. κοινή ονομασία τού ψαριού σαργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίγδα (II). Κατ άλλη άποψη, < γλίδα …   Dictionary of Greek

  • λίγδος — λίγδος, ὁ (Α) 1. γουδί 2. καλούπι από πηλό 3. στακτή κονία, αλισίβα που χρησιμοποιούνταν αντί για σαπούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. λίγδην] …   Dictionary of Greek

  • λιγνύς — η (Α λιγνύς, ύος) καπνιά, αιθάλη αρχ. πυκνός καπνός με φλόγες («λιγνὺν δοκῶ μοι καθορᾱν καὶ καπνόν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Εμφανίζει επίθημα νυ (πρβλ. θρῆ νυ ς). Συνδέεται πιθ. με τα λίγδα (II) («ἡ ἀκόνη, καὶ ἡ κονία», Ησύχ.) και… …   Dictionary of Greek

  • lei-3 —     lei 3     English meaning: slimy; to glide     Deutsche Übersetzung: ‘schleimig, durch Nässe glitschiger Boden, ausgleiten, worũber hinschleifen or streichen, also glättend worũber fahren; andrerseits schleimig = klebrig”     Note: various… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”